- ακαμπής
- (-ούς), -ές (Α ἀκαμπής)άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιοςαρχ.1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f)2. σταθερός, ανυποχώρητος3. αναπόφευκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -καμπὴς < κάμπτω].
Dictionary of Greek. 2013.